Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστέλλομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστέλλομαι [sistélome] Ρ αόρ. συστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεστάλη, συνεστάλησαν, απαρέμφ. συσταλεί, μππ. συνεσταλμένος* : αισθάνομαι συστολή 2.

[λόγ. < αρχ. συστέλλω `ταπεινώνω΄ μέσο κατά το ντρέπομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go