Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συρόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρόμενος -η -ο [sirómenos] Ε5 : που σύρεται. || (ειδ.) για κτ. που ανοίγει και κλείνει, όταν το σύρουμε πλάγια και παράλληλα προς μια επιφάνεια, της οποίας αποτελεί κινητό τμήμα· συρτός: Συρόμενη πόρτα. Συρό μενη οροφή αυτοκινήτου. Συρόμενα παράθυρα.

[λόγ. μπε. του αρχ. σύρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go