Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συρμάτινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρμάτινος -η -ο [sirmátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος με σύρμα: Συρμάτινο καλάθι για αυγά. Συρμάτινη περίφραξη.

[λόγ. < μσν. συρμάτινος < συρματ- (σύρμα) -ινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go