Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρμάτινος -η -ο [sirmátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος με σύρμα: Συρμάτινο καλάθι για αυγά. Συρμάτινη περίφραξη.
[λόγ. < μσν. συρμάτινος < συρματ- (σύρμα) -ινος]



