Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συντεχνιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντεχνιακός -ή -ό [sindexniakós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη συντεχνία: Συντεχνιακές οργανώσεις. 2. (μειωτ.) που έχει σχέση με τη στενή επαγγελματική αντιμετώπιση κάποιου θέματος: H συντεχνιακή αντίληψη των προβλημάτων του κλάδου. Συντεχνιακά συμφέροντα. συντεχνιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συντεχνί(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go