Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντετριμμένος -η -ο [sindetriménos] Ε3 : που αισθάνεται συντριβή, βαθιά θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Είναι ~ για το θάνατο του παιδιού του.
[λόγ. < ελνστ. συντετριμμένος μππ. του αρχ. συντρίβω]



