Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοριακός -ή -ό [sinoriakós] Ε1 : 1.που βρίσκεται επάνω ή κοντά στα σύνορα: Συνοριακή γραμμή. Συνοριακό φυλάκιο. Συνοριακά χωριά. Συνοριακοί πληθυσμοί. 2. που γίνεται, συμβαίνει στην περιοχή των συνόρων: Συνοριακό επεισόδιο. 3. που έχει σχέση με τα σύνορα: Συνοριακό ζήτημα. Συνοριακές διαφορές.
[λόγ. σύνορ(ον) -ιακός]



