Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοδοιπορώ [sinoδiporó] Ρ10.9α : 1.ακολουθώ την ιδεολογία ή τις ιδέες κάποιου. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπορώ μαζί με κπ. άλλον.
[λόγ.: 2: ελνστ. συνοδοιπορῶ· 1: κατά τη σημ. του συνοδοιπόρος1]



