Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνθηματολογώ [sinθimatoloγó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ συνθήματα, μηνύματα που έχουν χάσει κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο στον πολιτικό κυρίως λόγο: Tα κόμματα αντί να συνθηματολογούν θα έπρεπε να παρουσιάζουν προγράμματα.
[λόγ. συνθηματ- (σύνθημα) -ο- + -λογώ]



