Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνθηματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηματικός -ή -ό [sinθimatikós] Ε1 : που έχει σχηματιστεί ή που γίνεται με ένα σύστημα συμβάσεων: Συνθηματική γλώσσα, με στοιχεία από διάφορες γλώσσες, με νεόπλαστες λέξεις κτλ., που χρησιμοποιείται από μια κλειστή, συνήθ. συντεχνιακή ομάδα και που είναι ακατανόητη από τον πολύ κόσμο. Συνθηματική γραφή, στην οποία χρησιμοποιούνται διάφορα τεχνάσματα, π.χ. αλλαγή της σειράς των γραμμάτων του αλφαβήτου, χρήση αριθμών αντί για γράμματα κτλ. συνθηματικά ΕΠIΡΡ: Xτύπησα το κουδούνι τρεις φορές ~ για να μου ανοίξει. Mου είπε ~ ότι είναι καλά, εννοώντας ότι η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά.

[λόγ. < ελνστ. συνθηματικός `με προσυμφωνημένα σημάδια΄ σημδ. αγγλ. sign-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go