Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνθηκολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηκολογώ [sinθikoloγó] Ρ10.9α : 1α.(στρατ.) σταματώ την αντίσταση και παραδίδομαι στον εχθρό. β. για αντιμαχόμενα κράτη που συνάπτουν συνθήκη ειρήνης με ή χωρίς όρους. 2. (μτφ.) κάνω συμβιβασμούς που αφορούν αρχές για τις οποίες έχω αγωνιστεί: Δε συνθηκολόγησε ποτέ με τις συμβατικότητες της κοινωνίας.

[λόγ. συνθήκ(η) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go