Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεταιριστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεταιριστής ο [sineteristís] Ο7 θηλ. συνεταιρίστρια [sineterístria] Ο27 : αυτός που είναι μέλος συνεταιρισμού.

[λόγ. συνεται ρ(ισμός) -ιστής· λόγ. συνεταιρισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go