Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεκφορά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεκφορά η [sinekforá] Ο24 : (γραμμ.) συμπροφορά.

[λόγ. < ελνστ. συνεκφορά `προφορά μαζί΄ (διαφ. το αρχ. συνεκφορά `δημόσια ταφή΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go