Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεγγυητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεγγυητής ο [sinengiitís] Ο7 θηλ. συνεγγυήτρια [sinengiítria] Ο27 : αυτός που εγγυάται κτ. μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ. < ελνστ. συνεγγυητής· λόγ. συνεγγυη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go