Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναρμολογητής ο [sinarmolojitís] Ο7 : τεχνίτης που κάνει τη συναρμολόγηση ενός οργάνου, μιας σύνθετης κατασκευής.
[λόγ. συναρμολογη- (συναρμολογώ) -τής]



