Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναπαρτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναπαρτίζω [sinapartízo] -ομαι Ρ2.1 : συγκροτώ, αποτελώ ένα σύνολο μαζί με άλλα άτομα ή στοιχεία: Ο σύλλογος συναπαρτίζεται από τοπικές ομάδες πολιτών. Πίνακες και αντικείμενα τέχνης συναπαρτίζουν τη συλλογή του.

[λόγ. συν- απαρτίζω (διαφ. το ελνστ. συναπαρτίζω `οδηγώ μαζί με άλλον προς κάποιο τέρμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες