Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συναλλάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναλλάζω [sinalázo] Ρ2.2α : (οικ., κυρ. για είδη ρουχισμού ή υπόδησης) χρησιμοποιώ πότε το ένα πότε το άλλο: Δεν έχει δεύτερο ζευγάρι παπούτσια για να τα συναλλάζει.

[αρχ. συναλλάζομαι `ανταλλάσσω΄, ενεργ. κατά το αλλάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go