Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναδέλφωση η [sinaδélfosi] & συναδέρφωση η [sinaδérfosi] Ο33 : η ενέργεια του συναδελφώνω, η δημιουργία στενών, αδελφικών δεσμών μεταξύ ατόμων ή ομάδων: Σκοπός των κινημάτων ειρήνης είναι η ~ των λαών.
[λόγ. συναδελφω- (δες συναδελφώνω) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το συνάδελφος > συνάδερφος]



