Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνέρχεσθαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνέρχεσθαι το [sinérxesθe] Ο (άκλ.) : (νομ.) η ελευθερία του πολίτη να μετέχει σε συγκεντρώσεις σε κλειστό ή σε υπαίθριο χώρο: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

[λόγ. < αρχ. συνέρχεσθαι απαρέμφ. του συνέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες