Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνέρχεσθαι το [sinérxesθe] Ο (άκλ.) : (νομ.) η ελευθερία του πολίτη να μετέχει σε συγκεντρώσεις σε κλειστό ή σε υπαίθριο χώρο: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.
[λόγ. < αρχ. συνέρχεσθαι απαρέμφ. του συνέρχομαι]



