Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφυής -ής -ές [simfiís] Ε10 : 1.(βοτ.) που φυτρώνει μαζί με κτ. άλλο: Συμφυείς βλαστοί. 2. (λόγ., μτφ.) α. που δημιουργείται μαζί με κτ. άλλο· σύμφυτος1α: Tάσεις και συναισθήματα είναι βιώματα συμφυή. β. που υπάρχει εκ φύσεως· έμφυτος, σύμφυτος1β: H κοινωνικότητα είναι ~ στον άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. συμφυής]



