Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμφιλιωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφιλιωτής ο [simfiliotís] Ο7 : αυτός που αναλαμβάνει τη συμφιλίωση ανθρώπων ή που χαρακτηρίζεται από τη διάθεση και την προθυμία να συμφιλιώνει.

[λόγ. συμφιλιω- (δες συμφιλιώνω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go