Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμποσούμαι [simbosúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για χρηματικό κυρίως ποσό που φτάνει συνολικά σε ένα ορισμένο ύψος: H αποζημίωση συμποσούται σε ένα εκατομμύριο. Tα χρέη του συμποσούμενα φτάνουν σε πολλά εκατομμύρια.
[λόγ. < μσν. συμποσούμαι < ελνστ. ενεργ. συμποσῶ `λογαριάζω συνολικά΄]



