Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμποσούμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμποσούμαι [simbosúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για χρηματικό κυρίως ποσό που φτάνει συνολικά σε ένα ορισμένο ύψος: H αποζημίωση συμποσούται σε ένα εκατομμύριο. Tα χρέη του συμποσούμενα φτάνουν σε πολλά εκατομμύρια.

[λόγ. < μσν. συμποσούμαι < ελνστ. ενεργ. συμποσῶ `λογαριάζω συνολικά΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go