Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπονώ [simbonó] Ρ10.5α : συναισθάνομαι τον ψυχικό ή σωματικό πόνο κάποιου και προσπαθώ να τον ανακουφίσω: Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον συμπονέσει.
[αρχ. συμπονῶ `υποφέρω μαζί΄]