Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπονώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπονώ [simbonó] Ρ10.5α : συναισθάνομαι τον ψυχικό ή σωματικό πόνο κάποιου και προσπαθώ να τον ανακουφίσω: Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον συμπονέσει.

[αρχ. συμπονῶ `υποφέρω μαζί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες