Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπλεκτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπλεκτικός -ή -ό [simblektikós] Ε1 : (γραμμ.) ~ σύνδεσμος, που συνδέει παρατακτικά δύο ή περισσότερους ισοδύναμους όρους, όπως π.χ. οι σύνδεσμοι και, ούτε κτλ. συμπλεκτικά ΕΠIΡΡ: Προτάσεις που συνδέονται ~, με συμπλεκτικούς συνδέσμους.

[λόγ. < ελνστ. συμπλεκτικός, αρχ. σημ.: `που πλέκει μαζί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες