Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπεθεριό το [simbeθerjó] Ο38 : (οικ.) 1. συμπεθεριά. 2. οι γονείς του ζευγαριού και όλοι οι άλλοι συγγενείς ως σύνολο: Ήρθε (όλο) το ~ για το γάμο.
[συμπεθερ(εύω) -ιό]



