Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαρατάσσω [simbaratáso] -ομαι Ρ2.2 : 1.παρατάσσω στρατιώτες δίπλα σε άλλους: Οι Πλαταιείς συμπαρατάχτηκαν με τους Aθηναίους. 2. (μτφ., παθ.) συνεργάζομαι στενά με κπ. σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό κτλ.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. συμπαρατάσσομαι]



