Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβάν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβάν το [simván] Ο γεν. συμβάντος, πληθ. συμβάντα, γεν. συμβάντων : έκτακτο γεγονός, περιστατικό, συνήθ. κάποιας ιδιαίτερης σημασίας: Tραγικό ~. Iατρικό ~, περιστατικό. Bιβλίο συμβάντων, σε υπηρεσία ή σε ίδρυμα, όπου καταγράφονται τα περιστατικά της ημέρας. Δεν ήμουνα χτες στη διαδήλωση, μου διηγήθηκαν όμως όλα τα συμβάντα.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. συμβάντα μτχ. αορ. του συμβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες