Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλαβόγριφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συλλαβόγριφος ο [silavóγrifos] Ο20 : είδος γρίφου, όπου ο λύτης με βάση τους ορισμούς που του δίνονται πρέπει να βρει μία λέξη, από τις συλλαβές της οποίας μπορούν να σχηματιστούν δύο ή περισσότερες άλλες λέξεις.

[λόγ. συλλαβ(ή) -ο- + γρίφος μτφρδ. γερμ. Silbenrätsel (< Silbe < αρχ. συλλαβή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες