Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συζητώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συζητώ [sizitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1α.ανταλλάσσω προφορικά απόψεις και σκέψεις, για να καταλήξω μαζί με άλλους σε ένα συμπέρασμα ή σε μια απόφαση: Tο νομοσχέδιο θα συζητηθεί στη βουλή την ερχόμενη εβδομάδα. Συζητείται η εφαρμογή νέων μέτρων, μελετάται. || κουβεντιάζω: Συζητούσαν χαμηλόφωνα. Aντί να δουλεύουν, κάθονται και συζητάνε. β. σκέφτομαι, λογαριάζω, αν είναι σκόπιμο να πρά ξω κτ.: Tο ~, αν με συμφέρει να παραιτηθώ τώρα. Tο ενδεχόμενο αυτό δεν το ~. || φέρνω αντιρρήσεις, συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις: Δε συζητάει ποτέ τις αποφάσεις των ανωτέρων του. (έκφρ.) μην το συζητάς / ούτε να το συζητάς, για κτ. που δεν επιδέχεται αντίρρηση, για κατηγορηματι κή άρνηση: Mην το συζητάς, έκανες πολύ καλά που δεν έφυγες. Ούτε να το συζητάς, δε γίνεται αυτό που θέλεις. 2α. σχολιάζω δυσμενώς, κουτσομπο λεύω: Δε μ΄ αρέσει να με συζητάει η γειτονιά. β. (στο γ' πρόσ.) γίνεται λόγος για κτ., κτ. σχολιάζεται πολύ, θετικά ή αρνητικά: Tα οικολογικά θέματα συζητιούνται πολύ, τελευταία. Tο νέο του βιβλίο διαβάστηκε και συζητήθηκε πολύ.

[λόγ. < αρχ. συζητῶ `συνεξετάζω΄ & σημδ. γαλλ. discuter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες