Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκυβερνήτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκυβερνήτης ο [singivernítis] Ο10 : αυτός που κυβερνά ένα κράτος μαζί με άλλον ή με άλλους κυβερνήτες. || ~ πλοίου / αεροσκάφους, αντικαταστάτης πλοίαρχος ή πιλότος.

[λόγ. συγκυβερνη- (συγκυβερνώ) -της]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go