Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκροτημένος -η -ο [siŋgrotiménos] Ε3 μππ. του συγκροτώ : που έχει οργανωθεί έτσι, ώστε να αποτελεί ένα λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο: Σωστά συγκροτημένη κοινωνία. || που είναι σωστά οργανωμένος ή διαμορφωμένος: Συγκροτημένη οικογένεια / επιχείρηση. Συγκροτημένο κράτος. Συγκροτημένη προσωπικότητα. ~ άνθρωπος, που οι ψυχικές, πνευματικές και διανοητικές δυνάμεις του είναι ολόπλευρα και αρμονικά αναπτυγμένες.
συγκροτημένα ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. < αρχ. συγκεκροτημένος μππ. του συγκροτῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]



