Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκερασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκερασμός ο [singerazmós] Ο17 : η σύνθεση, ο συνδυασμός αντιθέσεων ή διαφορών (που εμπεριέχει συχνά το στοιχείο του συμβιβασμού, του μετριασμού): Tελικά επήλθε ~ των διαφορετικών απόψεων / προτάσεων. Kαταλήγω / οδηγούμαι σε συγκερασμό.

[λόγ. < ελνστ. συγκερασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go