Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκατηγορούμενος ο [siŋgatiγorúmenos] Ο20α θηλ συγκατηγορούμενη [siŋgatiγorúmeni] Ο32 & συγκατηγορουμένη [siŋgatiγoruméni] Ο30 γεν. πληθ. συγκατηγορουμένων : (νομ.) αυτός του κατηγορείται μαζί με άλλους για το ίδιο αδίκημα (ή για αδίκημα που εκδικάζεται ταυτόχρονα) και στη σχέση του με αυτούς.
[λόγ. συγ- (δες συν-) κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγορουμένη]



