Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγγενολόι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενολόι το [singenolói] Ο45 : (οικ.) το σύνολο των συγγενών: Στο γά μο ήρθε / μαζεύτηκε όλο το ~.

[συγγεν(ής) -ο- + -λόι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go