Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρουθοκαμηλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρουθοκαμηλισμός ο [struθokamilizmós] Ο17 : ενέργεια, συμπεριφο ρά, που χαρακτηρίζεται από ηθελημένη ή προσποιητή άγνοια ενός (υπαρκτού) κινδύνου: Tακτική / πολιτική στρουθοκαμηλισμού.

[λόγ. στρουθοκάμηλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. politique de l΄autruche & αγγλ. ostrichism (από το μύθο πως η στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, όταν δει κίνδυνο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go