Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στροβιλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στροβιλισμός ο [strovilizmós] Ο17 : συνεχής και γρήγορη περιστροφική κίνηση, περιδίνηση: ~ του αέρα / του νερού / του ατμού. || (φυσ.) αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα. || (γεωλ.) η κίνηση των μορίων ενός υδάτινου ρεύματος κατά τρόπο που να σχηματίζει στροβίλους, δίνες. || (μετεωρ.) ακανόνιστη κίνηση του ανέμου, με μεταβολή της ταχύτητας και της διεύθυνσής του.

[λόγ. στροβιλισ- (στροβιλίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go