Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στριμόκωλος -η -ο [strimókolos] Ε5 : (οικ., κυρ. ως χαρακτηρισμός καταστάσεων) που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, δύσκολος, στριμωγμένος: Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; - Στριμόκωλα. H κατάσταση είναι λίγο στριμόκωλη.
στριμόκωλα ΕΠIΡΡ. [στριμ(ώνω) -ο- + κώλ(ος) -ος]



