Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριμόκωλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριμόκωλος -η -ο [strimókolos] Ε5 : (οικ., κυρ. ως χαρακτηρισμός καταστάσεων) που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, δύσκολος, στριμωγμένος: Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; - Στριμόκωλα. H κατάσταση είναι λίγο στριμόκωλη. στριμόκωλα ΕΠIΡΡ.

[στριμ(ώνω) -ο- + κώλ(ος) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go