Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριγκός -ιά -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριγκός -ιά -ό [striŋgós] Ε2 : (για ήχο, φωνή) οξύς και διαπεραστικός: Στριγκιά φωνή. Ο ~ ήχος των φρένων.

[μσν. *στριγγός < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄ (δες στο στρίγκλα) -ός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go