Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρεπτομυκίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρεπτομυκίνη η [streptomikíni] Ο30 : (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού φαρμάκου.

[λόγ. < αγγλ. streptomycin < αρχ. στρεπτό(ς) + αρχ. μύκ(ης) `μανιτάρι΄ -in = -ίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go