Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατολόγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατολόγος ο [stratolóγos] Ο18 : 1. αξιωματικός ή στρατιωτικός υπάλληλος που υπηρετεί στη στρατολογία: Δόκιμος που υπηρετεί ως ~. 2. αυτός που στρατολογεί οπαδούς.

[λόγ.: 1: ελνστ. στρατολόγος· 2: σημδ. γαλλ. recruteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες