Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρατοδίκης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατοδίκης ο [stratoδíkis] Ο10 : αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.

[λόγ. στρατο(δικείον) -δίκης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go