Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραπατσάρισμα το [strapatsárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στραπατσάρω. 1α. ζημιά που παθαίνει κτ.: Έπαθε / έχει μεγάλο ~ το μηχάνημα. || τσαλάκωμα1. β. τραυματισμός που παραμορφώνει. 2. (μτφ.) α. μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία. β. εξευτελισμός, προσβολή της προσωπικότητας κάποιου.
[στραπατσαρισ- (στραπατσάρω) -μα]



