Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στραγάλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγάλι το [straγáli] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : ξερά ρεβίθια που καβουρντίζονται και χρησιμοποιούνται ως ξηροί καρποί: Aλμυρά / ανάλατα / αφρά τα / σκληρά στραγάλια.

[*αστραγάλιον υποκορ. του ελνστ. ἀστράγαλος `μαύρη ρεβιθιά΄, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-astr > enastr > ena-str] (διαφ. το αστράγαλος του ποδιού)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go