Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβόξυλο 1 το [stravóksilo] Ο41 : (οικ.) χαρακτηρισμός δύστροπου και ισχυρογνώμονα ανθρώπου.
[< στραβόξυλο 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβόξυλο 2 το : (ναυτ.) καθένα από τα κυρτά ξύλα που σχηματίζουν τα πλευρά του σκάφους και που συνδέονται με την τρόπιδα.
[μσν. < στραβόξυλον < στραβο- + ξύλον]



