Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στραβάδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβάδι το [straváδi] Ο44 : (λαϊκ., υβρ.) 1. άνθρωπος τυφλός. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο αμόρφωτο και άπειρο. β. για πολύ απρόσεχτο πεζό. γ. για νεοσύλλεκτο: Πώς θα κάνετε παρέλαση, αν περπατάτε έτσι, ρε στραβάδια;

[στραβ(ός) 2 -άδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go