Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στικτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στικτός -ή -ό [stiktós] Ε1 : (λόγ.) α. που είναι γεμάτος στίγματα (μικρές κηλίδες ή βούλες): Στικτό τρίχωμα. β. που σχηματίζεται από στίγματα (στιγμές, τελείες): Στικτή γραμμή.

[λόγ. < αρχ. στικτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go