Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηλίτευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στηλίτευση η [stilítefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στηλιτεύω, η δημόσια και με πολύ αυστηρό τρόπο αποδοκιμασία προσώπου ή φαινομένου.

[λόγ. < ελνστ. στηλίτευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες