Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στηθούρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στηθούρι το [stiθúri] Ο44 : (λαϊκότρ.) οι σάρκες που καλύπτουν το στέρνο σφαγμένου πουλερικού· στήθος.

[στήθ(ος) -ούρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go