Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στεφανοθήκη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφανοθήκη η [stefanoθíki] Ο30 : θήκη στην οποία φυλάγει κάποιος τα στέφανα του γάμου του: Aσημένια ~.

[λόγ. στέφαν(ο) -ο- + -θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go