Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στεφάνωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφάνωση η [stefánosi] Ο33 : (σπάν.) το στεφάνωμαα.

[λόγ. < μσν. στεφάνωσις < στεφανω- (δες στεφανώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go