Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στενοδακτυλογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενοδακτυλογράφος ο [stenoδaktiloγráfos] Ο18 θηλ. στενοδακτυλογράφος [stenoδaktiloγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη στενογράφηση και τη δακτυλογράφηση: Zητείται ~ για να εργαστεί ως υπάλληλος σε γραφείο.

[λόγ. < γαλλ. sténodactylo σύντμ. του sténo(graphe) = στενο(γράφος) + dactylographe = δακτυλογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go